ηλεκτρονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλεκτρόνια ή που λειτουργεί με βάση τις ιδιότητες τών ηλεκτρονίων 2. το αρσ. ως ουσ. ο ειδικός στην ηλεκτρονική 3. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτρονική επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος που έχει ως… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικός εγκέφαλος — Γενική ονομασία υπολογιστικών μηχανών που χρησιμοποιούν σύνθετα ηλεκτρονικά κυκλώματα. Ο η.ε. λέγεται επίσης πιο απλά υπολογιστής. Πολλοί χρησιμοποιούν και την αγγλική λέξη κομπιούτερ (computer). Βλ. λ. υπολογιστικές μηχανές … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικός σωλήνας κενού — Γενική ονομασία μιας μεγάλης κατηγορίας ηλεκτρονικών σωλήνων, που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι στον σωλήνα που διαρρέεται από ηλεκτρονικό ρεύμα έχει πραγματοποιηθεί απόλυτο σχεδόν κενό. Διακρίνονται βασικά σε τρεις τύπους, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικός φακός — Μία διάταξη για την εστίαση μιας δέσμης ηλεκτρονίων με τη χρήση είτε ενός μαγνητικού πεδίου (μαγνητικός φακός) είτε ενός ηλεκτροστατικού πεδίου (ηλεκτροστατικός φακός), κατά τρόπο ανάλογο με την εστίαση μιας φωτεινής δέσμης από έναν oπτικό φακό.… … Dictionary of Greek
υπολογιστής — ο, Ν 1. βοηθός λογιστής 2. (πληροφ.) ο ηλεκτρονικός υπολογιστής 3. ναυτ. τίτλος οικονομικού βαθμοφόρου αντίστοιχος τού αρχικελευστή 4. μτφ. άνθρωπος που σκέπτεται και ενεργεί με ιδιοτέλεια και υστεροβουλία συμφεροντολόγος 5. φρ. α) «ηλεκτρονικός… … Dictionary of Greek
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek
κομπιούτερ — Βλ. λ. υπολογιστές. * * * το και ο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής … Dictionary of Greek
λογισμικό — το το σύνολο τών προγραμμάτων που χρησιμοποιεί ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος, αλλ. λογικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. software] … Dictionary of Greek
μικροϋπολογιστής — ο (πληροφορ.) ηλεκτρονικός υπολογιστής που υπάγεται στην κατηγορία τών μικρών ψηφιακών υπολογιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microcomputer] … Dictionary of Greek
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek